- υπεκφέρω
- Α1. μεταφέρω λίγο προς τα έξω2. απομακρύνω κρυφά κάποιον ή κάτι, ώστε να είναι εκτός κινδύνου («φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο», Ομ. Ιλ.)3. (γενικά) αποσύρω, απομακρύνω4. υπομένω5. περιορίζω ανεπαίσθητα6. (αμτβ.) προηγούμαι, προπορεύομαι («ἐντυχὼν δὲ ἐδίωκε ὑπεκφέροντας ἡμέρης ὁδῷ», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκφέρω «φέρνω προς τα έξω, εξάγω»].
Dictionary of Greek. 2013.